πλουτίζει

πλουτίζει
πλουτίζω
make wealthy
pres ind mp 2nd sg
πλουτίζω
make wealthy
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αυξητικός — ή, ό (AM αὐξητικός, ή, όν) αυτός που συντελεί ή προκαλεί αύξηση, ανάπτυξη, επέκταση αρχ. μσν. αυτός που έχει την τάση να αυξάνει, να μεγαλώνει αρχ. 1. (ρητορ.) αυτός που επαυξάνει, που πλουτίζει τον λόγο 2. παραγωγικός …   Dictionary of Greek

  • αυτοδιδασκαλία — η το να διδάσκει κανείς τον εαυτό του, να πλουτίζει μόνος του τις γνώσεις του …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • θεριεύω — [θεριό] 1. γίνομαι άγριος σαν θηρίο 2. ανακτώ δυνάμεις ή αποκτώ δυνάμεις που δεν είχα ή εντείνω τις δυνάμεις μου («ο στρατός θέριεψε όταν άρχισε η επίθεση») 3. (για φυτά) φουντώνω, γίνομαι πυκνός («θέριεψε ο πλάτανος») 4. αυξάνομαι πολύ,… …   Dictionary of Greek

  • λοβιτουρατζής — ο αυτός που κάνει λοβιτούρες και πλουτίζει από αυτές ή τίς επιδιώκει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοβιτούρα + κατάλ. τζής] …   Dictionary of Greek

  • μυρωδιά — και μυρουδιά, η (Μ μυρωδιά και μυρωδία και μερωδία) 1. (γενικά) ευχάριστη ή δυσάρεστη οσμή 2. (ειδικά) ευχάριστη οσμή, ευωδιά («και πλουτίζει το πέλαγος από την μυρωδίαν τών χρυσών κίτρων», Κάλβ.) 3. (ειδικά) δυσάρεστη οσμή («μυρωδιά ξινίλας») 4 …   Dictionary of Greek

  • ολβιόπλουτος — ὀλβιόπλουτος, ον (Α) αυτός που είναι ευτυχισμένος χάρη στον πλούτο που διαθέτει, αυτός που πλουτίζει μέσα στην ευτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + πλοῦτος (πρβλ. μεγαλό πλουτος)] …   Dictionary of Greek

  • παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… …   Dictionary of Greek

  • πλουτοποιΐα — ἡ, Μ [πλουτοποιός] 1. το να προσφέρει, να παρέχει κανείς πλούτο 2. το να πλουτίζει κανείς κάποιον, να τόν κάνει πλούσιο …   Dictionary of Greek

  • πλουτοποιός — όν, ΜΑ 1. αυτός που κάνει κάποιον πλούσιο 2. αυτός που πλουτίζει, που δημιουργεί πλούτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + ποιός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”